- ἀμφισβητοῦν
- ἀμφισβητέωgo asunderpres part act masc voc sg (attic epic doric)ἀμφισβητέωgo asunderpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
παρεμβατισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της θεωρίας σύμφωνα με την οποία είναι αρμοδιότητα του κράτους να διευθύνει την οικονομική ζωή της χώρας, κατευθύνοντας τις διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες προς τους… … Dictionary of Greek
ρήσος — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… … Dictionary of Greek
άγια λείψανα — Λείψανα αγίων, κυρίως οστά ή διατηρημένα σώματα, αλλά και αντικείμενα που έχουν άμεση σχέση με τη ζωή τους. Από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες, οι πιστοί έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό προς τα ά.λ., στα οποία μάλιστα απέδιδαν θαυματουργικές … Dictionary of Greek
Αιγίδιος — I (Αegidius, ; – 464) Γαλάτης, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Μαϊοριανού (457 461), αρχιστράτηγος Γαλατίας. Από το 461 έως το 463 πολέμησε εναντίον των Γότθων. Το 463 συμμάχησε με τους Βανδάλους προκειμένου να στραφούν από κοινού εναντίον του… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Άκρια ή Ακρεαί — Αρχαία μικρή πόλη της Λακωνίας, ανατολικά του Έλους, όπου ήταν χτισμένος ο αρχαιότερος ναός της Κυβέλης στην Ελλάδα. Στην πόλη υπήρχε επίσης μνημείο του Ολυμπιονίκη της πόλης Νικοκλή. Από την αρχαία αυτή πόλη δεν διασώθηκαν ερείπια και πολλοί… … Dictionary of Greek